Τι φταίει στο βλέμμα μου, ξένε, και άγρια κοιτάζεις;
Σαν με βλέπεις σιμά σου να έρχομαι, το δρόμο σου αλλάζεις.
Τι σου έκαναν τα χέρια μου, ξένε, και τα κοιτάς χυδαία;
Να μου δώσεις το χέρι ζήτησα, να μου κάνεις λίγο παρέα.
Από την πατρίδα με έδιωξαν, όπου μικρός μετρούσα τα αστέρια.
Μα εκεί μόνο αστέρια έμειναν, μονάχα κάτι έρημα λημέρια.
Καθώς κατέβαιναν οι άνθρωποί μου στη θάλασσα, βούλιαξαν στη Μεσόγειο,
και τώρα ακούω τη φωνή τους από τον κόσμο τον υπόγειο.
Και εχθές το βράδυ είδα τη μάνα μου στο όνειρο μου να μου λέει
να φροντίζω εγώ εμένα και φεύγοντας να κλαίει.
Και μου έπεσαν στο μέτωπο δύο σταγόνες δάκρυά της,
μα πριν ξυπνήσω, θα θελα να νιώσω για λίγο τη μυρωδιά της.
Και τώρα, αντί για τα άστρα που μετρούσα, μετρώ τα βάσανά μου,
και όταν μια γουλιά νερό μου δίνουνε, το πίνω στην υγειά μου,
Ταυτόχρονα με μένα και τα χαμένα αδέρφια μου στους δρόμους
στην ίδια ατυχία, μικρά με μεγάλα βάσανα στους ώμους.
Γι’ αυτό ξένε μου δε ζητώ απαξίωση, μα μόνο συμπόνια,
γιατί σήμερα έχει κρύο και ας περπατώ εγώ στα χιόνια.
Τα χέρια μου πιο κρύα και από του αμαξιού τα σίδερα.
Εμπρός, ξένε, πράσινο άναψε φως, μη με κοιτάς άλλο περίεργα.
Εσμεράλντα Τσάνι (Β3)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου